σύρριζα — Ν επίρρ. 1. από τη ρίζα, μαζί με τη ρίζα 2. μέχρι τη ρίζα, πολύ βαθιά («έκοψε τα μαλλιά του σύρριζα») 3. πολύ κοντά σε μια επιφάνεια («η κόρη εστάθη σύρριζα εις το χάσμα τού κοίλου βράχου», Παπαδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ρίζα] … Dictionary of Greek
κείρω — (ΑΜ κείρω, Α ιων. τ. κερέω) κόβω τα μαλλιά, κουρεύω μσν. συλλέγω, μαζεύω αρχ. 1. ξυρίζω, κόβω τις τρίχες σύρριζα 2. (σε μεγάλο πένθος) κόβω τα μαλλιά μου για να εκδηλώσω τη θλίψη μου 3. ληστεύω, αρπάζω 4. αποκόπτω, αποτέμνω 5. δρέπω 6. ερημώνω… … Dictionary of Greek
αποθερίζω — (AM ἀποθερίζω) νεοελλ. ολοκληρώνω, τελειώνω το θέρισμα μσν. (αόρ. ἀπέθριξα, μέσ. ἀποθρίξασθαι κουρεύω σύρριζα, κείρω μοναχό, κουρεύω για να περιβληθεί το μοναχικό σχήμα (αρχ) 1. αποκόπτω 2. θερίζω, σκοτώνω … Dictionary of Greek
διατίλλω — (AM) [τίλλω] μσν. διασπώ, διαμελίζω, διαιρώ, σχίζω αρχ. 1. μαδώ εντελώς, ξεριζώνω 2. κουρεύω σύρριζα … Dictionary of Greek
εκκείρω — ἐκκείρω (Α) 1. κουρεύω σύρριζα 2. κόβω … Dictionary of Greek
εκκόπτω — (AM ἐκκόπτω) αποκόπτω, κόβω και αφαιρώ («εἰ ἡ δεξιά σου χεὶρ σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὴν καὶ βάλε ἀπὸ σοῡ», ΚΔ) αρχ. μσν. 1. δίνω τέλος 2. διακόπτω κάποιον που μιλάει 3. (για συζήτηση) σταματώ 4. (για χρόνο) αφαιρώ 5. (για εισφορά) καταργώ 6.… … Dictionary of Greek
κατάρριζος — και κατάριζος, η, ο (AM κατάρριζος, ον) (για φυτά) αυτός που έχει πολλές και μεγάλες ρίζες οι οποίες εισχωρούν βαθιά στη γη. επίρρ... κατάρριζα και κατάριζα (Μ κατάρριζα) νεοελλ. 1. από τη ρίζα, σύρριζα 2. στη ρίζα τού βουνού, στη βάση μσν. δίπλα … Dictionary of Greek
κουτρούλης — ο, θηλ. κουτρούλα (Μ κουτρούλης) 1. κουρεμένος σύρριζα 2. φαλακρός νεοελλ. φρ. α) «Τού Κουτρούλη ο γάμος» θεατρικό έργο τού Α. Ρ. Ραγκαβή β) «έγινε τού κουτρούλη ο γάμος» ή «έγινε τού κουτρούλη το πανηγύρι» έγινε μεγάλη φασαρία, αναστάτωση,… … Dictionary of Greek
ξυρήκης — ξυρήκης, ες (Α) 1. οξύς, κοφτερός σαν ξυράφι («αἱ δὲ λόγχαι αὐτῶν εὐπλατεῑς καὶ ξυρήκεις», Πολυδ.) 2. (σε παθ. σημ.) ξυρισμένος μέχρι το δέρμα 3. ξυρήσιμος* 4. φρ. «κουρά ξυρήκης» κούρεμα σύρριζα, μέχρι το δέρμα, ως ένδειξη μεγάλου πένθους.… … Dictionary of Greek
ολορριζί — ὁλορριζί ή ολορριζεί (Α) επίρρ. με όλη τη ρίζα, ολόρριζα, σύρριζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλόρριζος + επιρρμ. κατάλ. ί / εί (πρβλ. πανδημ ί / πανδημ εί)] … Dictionary of Greek